- επιβάτης
- ο (θηλ. επιβάτρια, επιβάτισσα) (AM ἐπιβάτης, οθηλ. ἐπιβάτις) [επιβαίνω]ταξιδιώτης με πλοίομσν.- νεοελλ.αρχιερέας που κατέχει αντικανονικά επισκοπικό θρόνο («επιβάτης τού θρόνου»)νεοελλ.1. αυτός που βρίσκεται μέσα σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο (αυτοκίνητο, αεροπλάνο, τρένο), για να μετακινηθεί σε άλλη περιοχή2. φρ. «επιβάτης τής εξουσίας» — αυτός που κατέχει παράνομα πολιτικό αξίωμααρχ.1. οπλίτης, μέλος τού πληρώματος πολεμικού πλοίου2. επιστάτης τού φορτίου τού πλοίου3. κατώτερος αξιωματικός τού σπαρτιατικού ναυτικού4. πολεμιστής σε άρμα δίπλα στον ηνίοχο.
Dictionary of Greek. 2013.